εὐνοῶν

εὐνοῶν
εὐνοέω
to be well-inclined
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ευνοώ — (Α εὐνοῶ, έω) [εύνους] δείχνω σε κάποιον την εύνοιά μου, τη φιλική μου διάθεση, είμαι διατεθειμένος ευνοϊκά απέναντι σε κάποιον, τόν συμπαθώ (α. «οὐκ εὐνοέει τοῑς ἐμοῑσι πρήγμασι», Ηρόδ. β. «τόν ευνόησε η τύχη») νεοελλ. 1. συμβάλλω στην επιτυχία… …   Dictionary of Greek

  • κήδω — (ΑΜ κήδω) μέσ. κήδομαι ενδιαφέρομαι φροντίζω, νοιάζομαι για κάποιον ή για κάτι (α. «τῶν ἁπανταχοῡ ὀρθοδόξων ἐκκλησιών κηδόμενος», Σέργ. Μακρ. β. «κήδετο γάρ Δαναῶν, ὅτι ῥα θνῇσκοντας ὁρᾱτο», Ομ. Ιλ. γ. «ἔγωγέ σ , εὐνοῶν γε καὶ κηδόμενος», Αριστοφ …   Dictionary of Greek

  • ԻՐԱՒԱԽՈՀ — ( ) NBH 1 0871 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 10c ա. ԻՐԱՒԱԽՈՀ կամ ԻՐԱՒԱԽՈՐՀ. Որ Խորհի զարդարն եւ զիրաւն. արդարասէր. արդարակորով. իրաւարար. ... *Թագաւորք եւ իշխանք եւ դատաւորք իրաւախոհք եւ արդարակշիռք յիրաւունս աստուծոյ. Յճխ. ՟Ի: *Որ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”